- ανασκιρτώ
- (α) αμετ. вздрагивать; трепетать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανασκιρτώ — (AM ἀνασκιρτῶ, άω) [σκιρτώ] αναπηδώ από χαρά, φόβο, έκπληξη μσν. ξαναζωντανεύω, αποκτώ πάλι ζωή … Dictionary of Greek
ανασκιρτώ — ανασκιρτάω / ανασκιρτώ (παρατατ. ούσα), ανασκίρτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανασκιρτώ — ( άς, ά κτλ.), ησα, ανατινάζομαι ελαφρά από κάτι ευχάριστο ή δυσάρεστο που μαθαίνω ή μου συμβαίνει: Στο άκουσμα της είδησης ότι ο γιος της σώθηκε, η καρδιά της ανασκίρτησε από χαρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανασκίρτημα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανασκιρτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανασκιρτώ. Η λ. στον πληθ., ανασκιρτήματα, τα, μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικόλαου Κοντόπουλου] … Dictionary of Greek
αναπηδώ — ( άω) (Α ἀναπηδῶ και ποιητ. ἀμπηδῶ) 1. πηδώ προς τα επάνω 2. τινάζομαι προς τα επάνω από έκπληξη ή φόβο, ανασκιρτώ, πετιέμαι 3. (για υγρά) αναβλύζω, εξακοντίζομαι μσν. (για φήμη) ακούγομαι έξαφνα αρχ. πηδώ προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πηδῶ … Dictionary of Greek
ανατρέχω — (AM ἀνατρέχω) 1. τρέχω ή κατευθύνομαι προς τα πίσω 2. θυμάμαι τα περασμένα, αναπολώ νεοελλ. καταφεύγω σε βοήθημα ή λεξικό αρχ. 1. υποχωρώ, αποσύρομαι 2. ανιχνεύω, αναζητώ 3. αναπηδώ, ανασκιρτώ, ξεπετιέμαι 4. βλαστάνω, μεγαλώνω 5. εκτείνομαι,… … Dictionary of Greek
ανορταλίζω — ἀνορταλίζω (AM) χτυπώ τα φτερά και κράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) + *ορταλίζω «χτυπώ τα φτερά μου, ανασκιρτώ» < ορταλίς «νεοσσός πουλιού»] … Dictionary of Greek
συνανασκιρτώ — άω, Α [ἀνασκιρτῶ] αναπηδώ ταυτόχρονα με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
ανασκιρτάω — / ανασκιρτώ (παρατατ. ούσα), ανασκίρτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής